- επιζωοτικός
- -ή, -ό [επιζωοτία]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην επιζωοτία («επιζωοτική νόσος»)2. φρ. «επιζωοτική αποβολή» — αποβολή τών εμβρύων θηλυκών ζώων που οφείλεται σε επιζωοτία από την προσβολή διαφόρων μικροοργανισμών.
Dictionary of Greek. 2013.